- μισαθήναιος
- μισαθήναιος, -ον (Α)αυτός που μισεί τούς Αθηναίους, ο εχθρός τών Αθηναίων.[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + Ἀθηναίος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μισαθήναιος — μῑσαθήναιος , μισαθήναιος hating the Athenians masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισώ — (ΑΜ μισῶ, έω) 1. αισθάνομαι μίσος για κάποιον, εχθρεύομαι 2. αποστρέφομαι, αντιπαθώ, αποφεύγω («πολλοί τον πλούτο εμίσησαν, τη δόξα ουδείς», γνωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μισῶ και μῖσος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία το μισῶ είναι… … Dictionary of Greek
μισαθηναιοτάτους — μῑσαθηναιοτάτους , μισαθήναιος hating the Athenians masc acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)